Σημειο προσκυνηματικου ενδιαφεροντος

Ιερά Μονή Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου   Print

  • Τύπος ψηφιακού υλικού: Εικόνα
  • Χώρα: Αλβανία
  • Περιοχή: Ενταύθα
  • Σημείο ενδιαφέροντος: Βυθκούκι
  • Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Κορυτσάς
  • Δικαιώματα Χρήσης: ΝΑΙ
  • Περιγραφή:

    Άποψη του καθολικού της Μονής από τη νοτιοδυτική πλευρά.

  • Γεωγραφικές συντεταγμένες: lat: 40.531233 lng: 20.59925
  • URL από ιστότοπο:
  • Κείμενο:

    Το Βυθκούκι βρίσκεται είκοσι χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κορυτσάς και νοτίως της γειτνιάζουσας Μοσχόπολης. Υψώνεται σε ορεινό έδαφος, και περιβάλλεται από ψηλά βουνά, τα οποία δημιουργούν ένα πολύ όμορφο και γραφικό φυσικό τοπίο. Κατά τη διάρκεια του 17ου – 18ου αιώνα, το Βυθκούκι σημείωσε υψηλή οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, εφάμιλλη της Μοσχόπολης, γεγονός που μαρτυρείται από τους περίτεχνους ναούς του. Αριθμούσε μεγάλο αριθμό συνοικιών και περίπου 14 ναούς και μονές, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Μονή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.

    Η Μονή βρίσκεται σ’ ένα λόφο στην βορειοανατολική πλευρά του σημερινού χωριού Βυθκουκίου. Το μοναστήρι που περιλαμβανόταν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της μητρόπολης Καστοριάς, οικοδομήθηκε σταδιακά. Αρχικά κτίσθηκε το κτήριο των κελιών το 1709. Το 1736 ακολούθησε η ανέγερση του ναού των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, ο οποίος αγιογραφήθηκε το 1755 από τους αδελφούς Αθανάσιο και Κωνσταντίνο από την Κορυτσά. Ο ναός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ρυθμού βασιλικής με τρούλο, οικοδομήθηκε το 1759 από τον ηγούμενο της μονής Νίκο Ταράσιο και αγιογραφήθηκε το 1763-1764 επίσης από τους αδελφούς Αθανάσιο και Κωνσταντίνο. Το 1761 φιλοτεχνήθηκε το τέμπλο του ναού. Από το μοναστηριακό συγκρότημα σήμερα σώζεται το καθολικό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και ο ναός των Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, που βρίσκεται ανατολικά του εξωτερικού τοίχους της μονής και αργότερα χρησίμευσε ως κοιμητηριακός ναός. Τα υπόλοιπα κτίσματα της Μονής καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

    Σύμφωνα με τον κώδικα της Κοριτσάς, η μονή των Αποστόλων διέθετε: «ἐν Κορυτσᾷ […] ἐξ ἀφιερωμάτων κτηματικήν περιουσίαν εἰς ἐργαστήρια, τά ὁποῖα φέρουσι πρόσοδον περί τάς δέκα χιλιάδας». Επίσης, ο Αραβαντινός αναφέρει σχετικά με τη Μονή των Αποστόλων, τα εξής: «Εἰς τίτλον κι δικαίωμα τοῦ μοναστηρίου τούτου κληρικός ἐλεοθέτης διαμένων εἰς Βενετίαν ἠγόρασεν αἰωνίως τόν φόρον τοῦ ζυγίου, ἶνα τό ἐτήσιον εἰσόδημα αὐτοῦ διαβιβάζηται τῷ Ἠγουμενευόντι, ὡς καί διαβιβάζετο μέχρι τῆς ἐκπνεύσεως τοῦ βενετικοῦ κράτους κατά τό 1797 πρός ὄφελος αὐτοῦ» (Ἀραβαντινὸς Π., Περιγραφὴ τῆς Ἠπείρου, τ. 1, σ. 118 καὶ σημ. 1.)

     

  • Εικόνα:
  • Εικόνα υψηλής ευκρίνειας:
  • Παρατηρήσεις:

    Thomo P., Kishat pasbizantine në Shqipërinë e jugut, Tiranë: Kisha Orthodhokse Autoqefale e Shqipërisë, 1998, σσ. 50-51.

    Popa Th., «Les peintres Constantin et Athanase Zografi de Korce et leurs Fresques reproduisant les scenes de l’Apocalypse», B.Sh.Sh. 1 (1959): 25-26.

    Papakozma A., «Manastiri i shën Pjetrit dhe Pavlit në Vithkuq, datimi, urbanistika, arkitektura, mjeshtrit e ndërtimit», Monumentet, nr. 1, Tiranë 1983, σσ. 77-85.

    Κουρίλας Εὐλ. Γρηγόριος ὁ Ἀργυροκαστρίτης, ὁ Μεταφραστὴς τῆς Καινῆς Διαθήκης εἰς τὸ Ἀλβανικόν, Ἀθῆναι 1935, σσ. 252-253.

    Βαφείδης Φ., «Κῶδιξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστοριᾶς καὶ τινὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία ἀποκείμενα ἐν τισι τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῆς», Ε.Α., τ. 24 (1900), σσ. 318-319.

    Τσιγάρας Γ., Οἱ ζωγράφοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἀθανάσιος: Τὸ ἔργο τους στὸ Ἅγιο Ὄρος (1752-1783), διδακτορικὴ διατριβή, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 15.

    Rembeci A., “The Codex of the Holy Metropolis of Korça and Selasphorus: Edition and Historical Documentation (17th – 19th centuries)”, Master's thesis in Greek, Ionian University 2009, ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθμ. 163/6.

    Ἀραβαντινὸς Π., Περιγραφὴ  τῆς Ἠπείρου εἰς τρία μέρη, τ. 1, εἰσαγωγὴ Κ. Θ. Δημαρᾶ, ἐπιμέλ. Ἐ. Ἰ. Νικολαΐδου, ἔκδ. Ε.Η.Μ., Ἰωάννινα 1984, σ. 118 καὶ σημ. 1.

    Rembeci A., “The codex of the Metropolis of Korça and Selasphorus (17th - 19th centuries): Information about the culture in Korça area”, Monumentet 52 (2011-2014), ed. Institute of Monuments of Culture, pp. 125-137.